- στιχουργώ
- στιχούργησα, στιχουργήθηκα, στιχουργημένος, συνθέτω στίχους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στιχουργώ — στιχουργῶ, έω, ΝΜ [στιχουργός] γράφω στίχους, συνθέτω ποιήματα … Dictionary of Greek
στιχουργώ — στιχουργώ, στιχούργησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μετροποιώ — μετροποιῶ, έω (Α) [μετροποιός] 1. κατασκευάζω κάτι με μέτρα, με μέτρημα 2. στιχουργώ, κατασκευάζω στίχους … Dictionary of Greek
στιχίζω — ΜΑ [στίχος] 1. χωρίζω, διαιρώ κείμενο σε στίχους αριθμώντας τους ταυτόχρονα 2. πιθ. γράφω στίχους, στιχουργώ 3. ταξινομώ, διευθετώ, αραδιάζω … Dictionary of Greek
στιχοπλοκώ — έω, Μ [στιχοπλόκος] πλέκω στίχους, στιχουργώ … Dictionary of Greek
στιχοποιώ — έω, Α [στιχοποιός] συνθέτω στίχους, στιχουργώ … Dictionary of Greek
στιχουργία — η, ΝΑ [στιχουργός] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στιχουργώ, η σύνθεση στίχων, η συγγραφή ποιημάτων νεοελλ. 1. η τέχνη τού να συνθέτει κανείς στίχους, η στιχουργική 2. το σύνολο τών κανόνων με τους οποίους γράφεται ένα ποίημα … Dictionary of Greek
στιχούργημα — το, ΝΑ έργο γραμμένο σε στίχους, ποίημα νεοελλ. (με ειρωνική σημ.) πρόχειρη έμμετρη σύνθεση, μέτριο ή άτεχνο ποίημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στιχουργός μέσω αμάρτυρου αρχ. *στιχουργῶ] … Dictionary of Greek